- λόξου
- λοξόωmake slantingpres imperat act 2nd sgλοξόωmake slantingimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοξοῦ — λοξός slanting masc/neut gen sg λοξόω make slanting pres imperat mp 2nd sg λοξόω make slanting imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστήρας — ο (AM κρεμαστήρ, ῆρος) 1. αυτός από τον οποίο είναι αναρτημένο κάτι 2. φρ. «κρεμαστήρ(ας) μυς τού όρχεως» σύνολο μικρών μυϊκών δεσμίδων που αποτελούν συνέχεια τού έσω λοξού κοιλιακού μυός και καταφύονται στον σπερματικό τόνο και, εν μέρει, στον… … Dictionary of Greek
λοξότητα — η (Α λοξότης, ητος) [λοξός] η ιδιότητα τού λοξού, η πλάγια διεύθυνση («ἥ τε γὰρ λοξότης τῆς διαμέτρου ἧττον ἀπελέγχεται», Στράβ.) νεοελλ. 1. ιδιοτροπία, παραξενιά, ανισορροπία 2. (φρ. αστρον. «η λοξότητα τής εκλειπτικής» η γωνία που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
λόξα — η 1. η ιδιότητα τού λοξού, η λοξότητα 2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά 3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά 4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του») 5. φρ. «είναι λόξα» είναι… … Dictionary of Greek
σκολιωπός — ή, όν, Α 1. αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού, λοξού 2. (γενικά) πλάγιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκολιωπά λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + ωπός* (βλ. λ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
στραβάδα — η, Ν [στραβός] 1. η ιδιότητα τού στραβού, τού λοξού («στραβάδα τού ξύλου») 2. η ιδιότητα τού τυφλού, στραβωμάρα … Dictionary of Greek